προνάου

προνάου
πρόναον
before a temple
neut gen sg
προνά̱ου , πρόναος
before a temple
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Τεγέα — Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Κρήτης. Κατά την παράδοση την έχτισε ο Αγαμέμνονας, γυρνώντας από την Τροία. Στην ίδια παράδοση ο βασιλιάς των Μυκηνών έχτισε στο νησί και 2 άλλες πόλεις. Ο Στέφανος Βυζάντιος όμως γράφει: «έστι και… …   Dictionary of Greek

  • ALAE in Templis — proprie sunt ad latera Aedis, columnarum ordines sive porticus, apud Vitruvium, l. 6. c. 4. Unde hodieque columnata Templorum latera Alas Galli vocant, les Ailes des Eglises. Strabo parietes sic vocat, qui utrimque pronaum circumcludebant, de… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NARTHEX — Graece Νάρθηξ, ferula proprie. Plin. l. 13. c. 22. Ferula calidis nascitur locis atque trans maria geniculatis nodata scapis. Duo eius genera, Nartheca Groeci vocant assurgentem in altitunem. Nartheciam vero semper bumilem. E qua quia prima… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

  • Λευκόπετρα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ., 51 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 17 χλμ. ΝΔ της Βέροιας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βέροιας. Έως το 1953 ονομαζόταν ‘Ισβορος. Αρχαιολογία μνημεία.… …   Dictionary of Greek

  • Λουσοί — Αρχαία πόλη της Αρκαδίας με ιερό της Άρτεμης. Βρίσκεται στη σημερινή περιοχή Καλαβρύτων (Αχαΐα), κοντά στο μικρό χωριό Λουσικό (υψόμ. 1.140 μ.). Από τα Καλάβρυτα ξεκινά δρόμος που οδηγεί μέσα από τους Άνω και Κάτω Λουσούς μέχρι το ιερό της… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Γύρουλα (Νάξου) — Μέσα στον αρχαιολογικό χώρο στο Σαγκρί της Νάξου δημιουργήθηκε ένα μουσείο, με σκοπό να στεγάσει τα αρχιτεκτονικά μέλη των μνημείων που δεν εντάχθηκαν στην αναστήλωση, καθώς και τα ευρήματα που υποδεικνύουν την ιστορία του ιερού. Το μουσείο, που… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”